- κτενιά
- ηβλ. χτενιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτένια — κτένιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενοφόρα — Φύλο αποκλειστικά θαλάσσιων οργανισμών, με ευρεία εξάπλωση, το οποίο παλαιότερα κατατασσόταν στα κοιλεντερωτά, μαζί με τα κνιδόζωα. Πρόκειται για ζώα με μορφή μέδουσας, στα οποία όμως η ακτινωτή συμμετρία έχει μετατραπεί σε αμφιακτινωτή με την… … Dictionary of Greek
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
παραμυοσίνη — η (βιοχ.) πρωτεΐνη που βρίσκεται στις μυϊκές ίνες οστρακοφόρων μαλακίων, όπως είναι τα μύδια, τα στρείδια και τα κτένια … Dictionary of Greek
χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… … Dictionary of Greek
χτενιά — και κτενιά, η, Ν [χτένι/ κτένι] είδος σφυριού τών λιθοξόων, με οδοντωτή ακμή … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek
Αχλαδόκαμπος — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 479 μ., 654 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδoς. Βρίσκεται στις πλαγιές του Παραβουνακίου του όρους Κτενιά. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας. O Α. δεσπόζει μιας παραδοσιακής ορεινής διάβασης, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Μίκελσμπεργκ — Προϊστορική τοποθεσία της νοτιοδυτικής Γερμανίας, που έδωσε την ονομασία της σε έναν πολιτισμό της νεολιθικής εποχής (3η χιλιετία π.Χ.), ο οποίος ήταν διαδεδομένος κυρίως στην Ελβετία, στο Βέλγιο και στη δυτική Γερμανία. Οι νεολιθικοί αυτοί… … Dictionary of Greek